βλασφημεῖτε

βλασφημεῖτε
βλασφημέω
speak profanely of sacred things
pres imperat act 2nd pl (attic epic)
βλασφημέω
speak profanely of sacred things
pres opt act 2nd pl
βλασφημέω
speak profanely of sacred things
pres ind act 2nd pl (attic epic)
βλασφημέω
speak profanely of sacred things
imperf ind act 2nd pl (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βλασφημώ — βλασφημώ, βλασφήμησα βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: βλασφημώ : η σύγχρονη έννοια του βλασφημώ δεν ταυτίζεται με εκείνη του βλασφημάω, όπως αναφέρεται στα λεξικά. Το βλασφημώ (περιορισμένης χρήσης στον προφορικό λόγο, ως λόγιο) σημαίνει → προσβάλλω την… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”